Η σημασία των Οικουμενικών Συνόδων στο σύγχρονο κόσμο

Αρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζας

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ
(Ομιλία που πραγματοποιήθηκε την 16η Μαΐου 2010, Κυριακή των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, στο πνευματικό κέντρο του Ι. Ν. Αγ. Θωμά Αμπελοκήπων)


Η σημερινή Κυριακή, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, είναι αφιερωμένη στην μνήμη των αγίων 318 Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Και δεν επέλεξε τυχαία η αγία μας Εκκλησία να τιμά και να εορτάζει τους θεοφόρους Πατέρες μία Κυριακή πριν την Πεντηκοστή, κατά την οποία έστειλε ο Χριστός στους αγίους Αποστόλους το Άγιο Πνεύμα, όπως τους είχε υποσχεθεί, όταν έλεγε ότι “ εάν με αγαπάτε, θα τηρείτε τις εντολές μου, κι εγώ θα ζητήσω από τον Πατέρα και θα σας δώσει άλλον Παράκλητο, ο οποίος θα είναι μαζί σας παντοτινά, το Πνεύμα της αληθείας το οποίο ο κόσμος δεν μπορεί να λάβει, γιατί δεν το βλέπει ούτε το γνωρίζει. Εσείς όμως το γνωρίζετε, γιατί ήδη βρίσκεται ανάμεσά σας και θα είναι μέσα σας” (Ιω. 14, 15-17). Με τον σημερινό δηλαδή εορτασμό υπενθυμίζεται σε όλους μας ότι αφ' ενός μεν η Εκκλησία αποτελεί καρπό της επενέργειας του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, το οποίο συνέχει και ενοποιεί τους πιστούς σε ένα σώμα, στο σώμα του ίδιου του Χριστού, γι αυτό και συχνά μιλάμε για “το Μυστήριον της Εκκλησίας”. Και αφ' ετέρου ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όπως εκφράστηκε και οριοθετήθηκε από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και κυρίως από τις Οικουμενικές Συνόδους, αποτελεί καρπό του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος, και έκφραση του βιώματος της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού.

Αυτές και μόνο οι επισημάνσεις αποτελούν σημαντικότατα μηνύματα για την ζωή μας ως χριστιανών και μάλιστα Ορθοδόξων χριστιανών, όχι μόνο για την γνωριμία μας με τις ρίζες και τις αλήθειες της μακραίωνης Παραδόσεως της Εκκλησίας, αλλά έτι περισσότερο επειδή μέσα στο παγκοσμιοποιημένο γίγνεσθαι της εποχής μας καθίσταται επιτακτικότερο παρά ποτέ να γνωρίζουμε την αυθεντική διδασκαλία της Ορθοδοξίας, μιας που οι τάσεις συγκρητισμού και η προώθηση της ιδέας της πανθρησκείας, σε συνδυασμό και με την άγνοια ή και την αδιαφορία των πολλών, τείνουν να αλλοιώσουν και να αμβλύνουν ακόμα και στους κόλπους των παραδοσιακών χριστιανών το περί πίστεως και περί Εκκλησίας αίσθημα. 
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, περιγράφοντας στην αρχή την κατάσταση που επικρατεί στην εποχή μας. Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι: πρώτον, η άγνοια του Ευαγγελίου. Ολοένα και λιγότερο ασχολούμαστε με την μελέτη της Αγίας Γραφής, με την ανάγνωση έστω της Καινής Διαθήκης. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ελάχιστοι από εμάς έχουν διαβάσει έστω μια φορά ολόκληρη την Καινή Διαθήκη. Ίσως να μη μας φαίνεται τόσο σημαντικό, όμως αν δεν μελετάμε τον λόγο του Θεού, τότε πώς θα γνωρίσουμε τί πραγματικά πιστεύουμε και τί ζητάει ο Θεός από τον άνθρωπο; Δεύτερο, έχουμε σχηματίσει μια αφηρημένη ιδέα περί Θεού. Νομίζουμε ότι ο Θεός είναι μια ιδέα, μια αφηρημένη δύναμη εκεί ψηλά στον ουρανό, μακριά από εμάς, ξένος προς τη ζωή μας και την καθημερινότητά μας. Τον σεβόμαστε, Τον φοβόμαστε ίσως, αλλά δεν πιστεύουμε ότι ο Θεός ασχολείται με εμάς, με τον κόσμο, με τα προβλήματα και τις ανάγκες μας. Τρίτο, θεωρούμε την πίστη και τη θρησκευτικότητα ως ιδιωτική υπόθεση. Έχουμε την εντύπωση ότι ο καθένας μπορεί από μόνος του να πιστεύει στον Θεό με τον τρόπο που ο ίδιος Τον φαντάζεται και με τον τρόπο που ο καθένας θεωρεί σωστό. Στην καλύτερη περίπτωση θεωρούμε ότι η θρησκευτικότητά μας εξαντλείται στον περιστασιακό εκκλησιασμό, ή έστω, στον τακτικό, της κάθε Κυριακής, και ότι η υπόλοιπη ζωή μας δεν έχει να κάνει με το Θεό και με την Εκκλησία. Αυτή η ιδιωτική θεώρηση των πραγμάτων αντανακλά ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο πιστεύουμε στον Θεό αλλά και στην άποψή μας για το τί είναι η Εκκλησία. Σχηματίζουμε δηλαδή από τη μια μεριά μια δική μας θα έλεγα προσωπική θρησκεία, προσαρμόζουμε την πίστη στα δικά μας μέτρα και στα δικά μας θέλω, και από την άλλη, όταν μιλάμε για Εκκλησία θεωρούμε τον εαυτό μας έξω από αυτή. Τέταρτο, αγνοούμε τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ακόμα και στα βασικά. Παραμένουμε σε ό,τι ακούμε από τους γύρω μας, σε εσφαλμένες συχνά απόψεις, σε “κανόνες” και πρακτικές που αρκετές φορές εγγίζουν τα όρια της δεισιδαιμονίας. Δεν μπαίνουμε στον κόπο να αναζητήσουμε και να μάθουμε την αληθινή διδασκαλία της Εκκλησίας, δεν μας ενδιαφέρει να διαβάσουμε πνευματικά βιβλία ή, έστω, να ρωτήσουμε φωτισμένους ιερείς και θεολόγους να μας πληροφορήσουν σχετικά με αυτή. Αρκούμαστε στα λίγα, στα φτωχά και πολλές φορές στα λανθασμένα. Και όλα αυτά επειδή θεωρούμε ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας δεν έχει εφαρμογή στον καθημερινό μας βίο, ότι δεν αγγίζει ουσιαστικά την ύπαρξη και τη ζωή μας. Τέλος, υπάρχει διάχυτη η ιδέα του συγκρητισμού, η οποία προωθείται από τους θιασώτες της παγκοσμιοποίησης, η ιδέα δηλαδή ότι εφόσον όλοι πιστεύουν σε κάποιο Θεό, δεν έχει σημασία πώς τον πιστεύουν. Επομένως όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο, μιας που τελικά αυτό που επιδιώκουν είναι η ηθική προαγωγή των ανθρώπων.
Βέβαια, δεν είναι τα πράγματα τόσο ζοφερά, δεν βρίσκονται όλοι οι άνθρωποι στην ίδια πνευματική κατάσταση. Τα όσα αναφέρουμε αποτελούν, το τονίζω, τις τάσεις που επικρατούν στην εποχή μας και αν ψάξουμε βαθιά μέσα μας θα διαπιστώσουμε ότι ορισμένες από αυτές έχουν υιοθετηθεί σε τέτοιο βαθμό, που φαντάζουν φυσιολογικές και σύμφωνες με την πίστη μας. Αν θελήσουμε να αναζητήσουμε τα αίτια αυτής της βαβυλωνίας, θα διακρίνουμε από τη μια μεριά το κοσμικό πνεύμα και από την άλλη τη δική μας άγνοια ή μάλλον ελλιπή γνώση πάνω στα θέματα της πίστεως. Και το μεν κοσμικό πνεύμα, ιδιαίτερα στην εποχή μας, θέτει ως προτεραιότητα το ανθρώπινο θέλημα, το οποίο περιορίζεται στα γήινα και τα υλικά, θέλει τον άνθρωπο ικανοποιημένο και βολεμένο, χωρίς να κουράζεται, χωρίς να αγωνίζεται και κυρίως χωρίς να εργάζεται τα πνευματικά. Με γνώμονα την ευδαιμονία όλων, και με σκοπό την παγκοσμιοποιημένη αντίληψη περί οικονομίας και περί ανθρώπου, προωθεί τον λεγόμενο συγκρητισμό, όπως τον περιγράψαμε, την πλήρη αποδοχή δηλαδή της “αλήθειας” των άλλων, ενταγμένης κάτω από την αφηρημένη περί Θεού αντίληψη. Η πίστη επομένως υποβιβάζεται στο επίπεδο μιας ιδεολογίας, μιας κοσμοθεωρίας ίσης ακόμη και με τα διάφορα φιλοσοφικά ή άθεα συστήματα, αφού ακόμη και σε αυτά τη θέση του Θεού παίρνουν οι ιδέες της ηθικής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από την άλλη μεριά, η πρόοδος αυτών των ιδεών και των τάσεων οφείλεται στη δική μας όπως είπα άγνοια και ελλιπή γνώση πάνω στα θέματα της πίστεως. Και αυτό αποτελεί τη δική μας μεγάλη ευθύνη για όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, γιατί δεν γνωρίζουμε τί ακριβώς πιστεύουμε και έτσι είμαστε ευάλωτοι και ευπειθείς σε όλες αυτές τις δοξασίες που καθημερινά, μεταχειριζόμενες κάθε μέσο, μας πολιορκούν.
Ο μόνος τρόπος, επομένως, για να αντισταθούμε απέναντι στις προσβολές που περιγράψαμε αλλά και για να καταστήσουμε τους εαυτούς μας γνήσια και ενεργά μέλη της Εκκλησίας, είναι να γνωρίσουμε την πίστη μας στην πραγματική της διάσταση. Και στο σημείο αυτό καθίσταται όχι απλά χρήσιμη, αλλά άκρως αναγκαία η μαθητεία μας στους Πατέρες της Εκκλησίας και κυρίως στα όσα μας παρέδωσαν μέσα από τους απαράβατους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Στο ερώτημα “ποιά είναι η αλήθεια, τί είναι η Ορθοδοξία, και σε τί διαφέρει από τις αιρέσεις και από τις άλλες θρησκείες;”, οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν την σταθερή και ακλόνητη απάντηση. Ίσως αντιτείνει κανείς ότι όλα αυτά αναφέρονται σε άλλες εποχές, ότι η κοινωνία και ο κόσμος έχει αλλάξει και πρέπει και η Εκκλησία να προχωρήσει, “να εκσυγχρονιστεί”, να μη μένει προσκολλημένη στις αναμνήσεις του παρελθόντος. Και δυστυχώς, αυτές οι απόψεις ακούγονται και από χείλη θεολόγων και ποιμένων, οι οποίοι λησμονούν ότι το μήνυμα του Ευαγγελίου είναι πάντα νέο και πάντα επίκαιρο, ότι η Αλήθεια δεν μεταβάλλεται και δεν αλλοιώνεται σύμφωνα με τις επιταγές του κόσμου και ότι σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι να μετασχηματίζεται σύμφωνα με τις επιθυμίες των ανθρώπων, αλλά καλείται να μεταμορφώσει και να αναβιβάσει τον άνθρωπο προς τον Θεό.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να κάνουμε μια σαφή διάκριση ανάμεσα στο τί είναι η Αλήθεια και στο πώς αυτή εκφράζεται ανά πάσα στιγμή και σε κάθε εποχή. Μέσα στη σύγχυση και στην πολυφωνία της εποχής μας, συχνά μπερδεύουμε αυτά τα δύο πράγματα και οδηγούμαστε σε επισφαλή μονοπάτια. Η Αλήθεια της πίστεώς μας είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, που έπαθε και Αναστήθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων, που ανελήφθη στους ουρανούς μαζί με το αναστημένο Του σώμα και έστειλε στη συνέχεια το Άγιον Πνεύμα στον κόσμο για να φωτίζει και να ενώνει όλους τους πιστούς σε ένα σώμα, στο σώμα του ίδιου του Χριστού, μέσα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αλήθεια της πίστεώς μας είναι επίσης η διδασκαλία του Χριστού, η οποία μένει αναλλοίωτη εις τους αιώνες. Και αυτή την Αλήθεια κήρυξαν οι άγιοι Απόστολοι και ανέλυσαν οι άγιοι Πατέρες και οριοθέτησαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι, το έργο των οποίων αποτελεί την απάντηση σε κάθε απόπειρα ιδιωτικής ερμηνείας του Ευαγγελίου. Όλα αυτά δεν αλλάζουν, και δεν μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές. Ο τρόπος πάλι με τον οποίο η Εκκλησία πορεύεται μέσα στον κόσμο, κάποια εξωτερικά της δηλαδή στοιχεία, μπορεί να μεταβάλλονται με τον χρόνο, υπό την απαράβατη όμως προϋπόθεση ότι συνεχίζουν να αποτελούν έκφραση της αναλλοίωτης Αλήθειας της πίστεώς μας. Γνώμονας δηλαδή της οποιασδήποτε αλλαγής μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας οφείλει να είναι πάντοτε η απαρέγκλιτη τήρηση της ορθής πίστεως, η οποία, όπως είπαμε, δεν μπορεί να αλλάζει ανάλογα με τις διαθέσεις μας ή τις επιταγές των καιρών. Ένα παράδειγμα τέτοιας μεταβολής αποτελεί η μετάβαση από το παλαιό ημερολόγιο, το Ιουλιανό, στο νέο διορθωμένο ημερολόγιο, μιας που ο τρόπος χρονολόγησης δεν αποτελεί ζήτημα πίστεως αλλά πρακτικής, και μάλιστα αδιάφορο ως προς την πίστη.
Η μεγάλη επομένως συμβολή και σημασία των Οικουμενικών Συνόδων για τους πιστούς κάθε εποχής, είναι ότι με τρόπο σαφή και περιεκτικό, διασαφηνίζουν και συγκεφαλαιώνουν την αυθεντική διδασκαλία της Εκκλησίας σε όλα τα μεγάλα θέματα της πίστεώς μας, και πάνω από όλα στα δογματικά ζητήματα. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν αποτελούν απλά μια διατύπωση κάποιων Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά την εν Αγίω Πνεύματι ομόφωνη θέση της Εκκλησίας αναφορικά με όσα οι Προφήτες προανήγγειλαν, ο Χριστός μας δίδαξε, οι Απόστολοι κήρυξαν και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας εδογμάτισαν, την Παράδοση δηλαδή της Εκκλησίας μας, η οποία δεν είναι άλλη από την αλήθεια του Ευαγγελίου. Στο σημείο αυτό έγκειται και η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην ορθόδοξη αντίληψη περί Ιεράς Παραδόσεως και στο πώς την εννοούν οι δυτικόφερτες ιδέες του ρωμαικαθολικισμού και του προτεσταντισμού. Η Ιερά Παράδοση δεν σχετίζεται με το “παραδοσιακό”, δηλαδή με τα στοιχεία της λαϊκής τέχνης ή τις δοξασίες του παρελθόντος. Δεν είναι φολκλόρ, κάτι που ανήκει σε μια παρωχημένη εποχή, ούτε μουσειακό αντικείμενο. Η Ιερά Παράδοση είναι ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, όπως αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους και ενήργησε το έργο της Θείας Οικονομίας. Είναι η αναλλοίωτη Αλήθεια της Ορθοδοξίας, και γι αυτό σε κάθε Οικουμενική Σύνοδο οι Πατέρες με επίφαση τονίζουν την παραμονή τους εντός του πλαισίου της Ιεράς Παραδόσεως, χωρίς να προσθέτουν ούτε να αφαιρούν τίποτα από την Αλήθεια, αλλά οριοθετώντας την από την αίρεση και την πλάνη.
Η αναγκαιότητα των Οικουμενικών Συνόδων προέκυψε ακριβώς από την αναπόφευκτη ροπή του ανθρώπινου νου να ερμηνεύει τα λόγια της Αγίας Γραφής σύμφωνα με τη δική του προσωπική αντίληψη και σκέψη. Αυτό βέβαια, στο σύγχρονο κόσμο, αποτελεί προτεσταντική αντίληψη και δόγμα. Πιστεύουν δηλαδή οι προτεστάντες, και το υπερασπίζονται με περισσή αδιαλλαξία, ότι ο κάθε πιστός μπορεί από μόνος του να ερμηνεύει την Αγία Γραφή και να δίνει την δική του εξήγηση. Όμως αυτή η τάση είναι η απαρχή κάθε αιρέσεως, και απόδειξη αποτελεί ο κατακερματισμός του προτεσταντικού κόσμου σε άπειρες παραφυάδες, εντελώς ξένες μεταξύ τους. Απέναντι λοιπόν στην ιδιωτική ερμηνεία, την συχνά πλανεμένη, του Ευαγγελίου, τοποθετήθηκαν τόσο οι Πατέρες της Εκκλησίας με τα συγγράμματά τους, όσο και η ίδια η Εκκλησία με τις Οικουμενικές Συνόδους, με σκοπό όχι να αντιπαρατεθούν με τους αιρετικούς, αλλά για να εκφράσουν με σαφήνεια την αλήθεια που η Εκκλησία στο σύνολό της και ως σώμα Χριστού βιώνει μέσα στη διαχρονικότητά της.
Υπό το πρίσμα αυτό, τα Δόγματα της Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκαν με τις Οικουμενικές Συνόδους, αποτελούν το σταθερό οικοδόμημα της Ορθοδοξίας, το οποίο είναι θεμελιωμένο επάνω στην αρραγή πέτρα της πίστεως, δηλαδή επάνω στον ίδιο τον Χριστό. Η γνώση επομένως των Όρων των Οικουμενικών Συνόδων αποτελεί σημαντικότατο βήμα για την πνευματική μας οικοδομή, δεδομένου ότι μας προσφέρουν την αυθεντική ερμηνεία για την τριαδικότητα του Θεού, για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και το έργο της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους, για τον τρόπο της ενανθρωπήσεως του Θεού, για το Άγιον Πνεύμα και πώς αυτό ενεργεί στην Εκκλησία, για το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, για τη θέση των Αγίων μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, για την τιμή και προσκύνηση των ιερών εικόνων. Είναι όντως σημαντικό να γνωρίζουμε όλες αυτές τις αλήθειες της πίστεώς μας, αν θέλουμε να προφυλαχθούμε από τις πλάνες των αιρέσεων και την αποστασία από τον Θεό που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Γιατί, όταν δεν γνωρίζουμε τί ακριβώς πιστεύουμε, τότε είναι εύκολο να θεωρήσουμε την πλάνη ως αλήθεια και να παρασυρθούμε έξω από την ορθή πίστη.
Μαζί με τις δογματικές διατυπώσεις, δηλαδή τους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων, οι άγιοι Πατέρες θέσπισαν και μία σειρά από Κανόνες οι οποίοι οφείλουν να διέπουν τη ζωή των Ορθοδόξων Χριστιανών. Αν θεωρήσουμε τους Κανόνες της Εκκλησίας ως αποκομμένους από την πίστη, τότε θα διολισθήσουμε στην αντίληψη, η οποία δυστυχώς καλλιεργείται στις μέρες μας, ότι οι Ιεροί Κανόνες αφορούσαν τους χριστιανούς του παρελθόντος και ότι μπορούμε να τους αλλάζουμε ανάλογα με τις απαιτήσεις των καιρών. Οι Ιεροί Κανόνες όμως αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πίστεώς μας, εφόσον είναι η εφαρμογή στην πράξη των όσων η Εκκλησία πρεσβεύει και διδάσκει. Όλοι οι Ιεροί Κανόνες έχουν χριστοκεντρικό χαρακτήρα, αφού συνδέονται άμεσα με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Δεν αρκεί μόνο να πιστεύουμε και να διδάσκουμε ορθά, αλλά και να ζούμε ορθά. Δεν είναι δυνατόν η ζωή μας να διαφέρει από τα πιστεύω μας, μια τέτοια αντινομία δεν μπορεί να υπάρχει και επομένως η ορθοδοξία οφείλει να συμπορεύεται με την ορθοπραξία. Η ζωή μας οφείλει να συμβαδίζει με το Ευαγγέλιο, και εφόσον οι αλήθειες του Ευαγγελίου είναι αναλλοίωτες, αναλλοίωτοι οφείλουν να παραμένουν και οι Ιεροί Κανόνες.
Βέβαια, επειδή για τον Χριστό προτεραιότητα έχει ο άνθρωπος και όχι το Σάββατο, δηλαδή η πνευματική μας τελείωση και όχι ο νόμος αυτός καθαυτός, οφείλουμε τόσο οι ποιμένες της Εκκλησίας όσο και οι πιστοί να εξετάζουμε κυρίως το πνεύμα των Ιερών Κανόνων και την πνευματική ωφέλεια και παιδαγωγία που απορρέει από αυτούς. Οι Ιεροί Κανόνες δεν είναι η κλίνη του Προκρούστη, επάνω στην οποία κατακρεουργείται το ανθρώπινο πρόσωπο. Οι Ιεροί Κανόνες μας δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε εν Χριστώ, μας δίνουν τα κριτήρια της ορθής χριστιανικής βιοτής και τους λόγους για τους οποίους αυτοί ρυθμίζουν τη ζωή μας, αποτρέποντάς μας από πράξεις και ενέργειες που ως αποτέλεσμα έχουν την απομάκρυνσή μας από την αγάπη του Θεού και του πλησίον.
Επιπροσθέτως, επειδή για τον Χριστό προτεραιότητα έχει, όπως είπαμε, ο άνθρωπος, το έργο της Εκκλησίας είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο κοντά στο Χριστό. Για τον λόγο αυτό, καθαρά δηλαδή για τη βελτιστοποίηση της πνευματικής ωφέλειας των πιστών, οι Ιεροί Κανόνες δίνουν το δικαίωμα στους ποιμένες της Εκκλησίας να εφαρμόσουν κατά περίπτωση την Οικονομία ή την αυστηρότητα, δηλαδή την ηπιότερη εφαρμογή των Κανόνων, ιδιαίτερα όταν υπάρχει ειλικρινής μετάνοια, ή την κατά γράμμα τήρησή τους. Σε καμία όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται οι Ιεροί Κανόνες να καταστρατηγούνται ή να θεωρούνται ανεπίκαιροι, είτε από τους ποιμένες είτε από την ιδιωτική πρωτοβουλία και θέληση του κάθε πιστού.
Όλα αυτά που αναπτύξαμε δεν αποτελούν αναχρονισμό, ούτε βέβαια επιθυμία επιστροφής στο ένδοξο παρελθόν. Αν θέλαμε να κάνουμε ένα σχήμα λόγου, θα λέγαμε ότι από τη στιγμή που η ζωή μας αποτελεί επιστροφή προς τον Θεό, τότε δεν είναι κακό να επιστρέφουμε στους Πατέρες και στις Οικουμενικές Συνόδους. Πέραν όμως τούτου, έχει καταστεί φαντάζομαι αρκετά ξεκάθαρο, ότι η μελέτη των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων δεν έχει να κάνει με την -επιτρέψτε μου την έκφραση-ανόητη συζήτηση περί προόδου και οπισθοδρομικότητας, αλλά με την επίγνωση της Αληθείας, με την πραγματική και σε βάθος μόρφωσή μας στην ορθή πίστη. Χωρίς αυτή είμαστε έρμαιο, το τονίζω ξανά, της σύγχρονης βαβυλωνίας, όπου ο καθένας σχηματίζει την δική του αλήθεια, την δική του θρησκεία, τον δικό του βολικό Θεό. Η Ορθοδοξία όμως δεν είναι πολυφωνία, ούτε συνισταμένη πολλών διαφορετικών απόψεων. Η Ορθοδοξία είναι η ομοφωνία ως προς την πίστη, και τούτο επειδή δεν μπορεί άλλο να λέει η κεφαλή και αλλού να βαδίζουν τα πόδια, για να χρησιμοποιήσω μια εικόνα από το Ευαγγέλιο. Αν διαβάσουμε τα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, αυτή η ομοφωνία και ομοψυχία διατρανώνεται στη φράση “έδοξε τοις αγίοις πατράσει και τη αγία Συνόδω”. Δεν αναφέρει ότι έτσι αρέσει σε μερικούς, ή ότι κάποιοι έστω διαφωνούν αλλά ότι όλοι τους, ανεξαιρέτως, συμφωνούν. Και αυτή ακριβώς η ομοψυχία και ομοφωνία και η κοινή πίστη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, το οποίο καλεί πάντας “εις ενότητα”. Η Πεντηκοστή, όπως χαρακτηριστικά θα ψάλλουμε την επόμενη Κυριακή, η επενέργεια δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, βρίσκεται στον αντίποδα της Βαβέλ, δεν διασπά αλλά ενώνει τους πάντες, τη σκέψη μας, την πίστη μας, την ζωή μας ολόκληρη. Αν όλοι είμαστε μέλη του ενός σώματος του Χριστού, τότε αναπόφευκτα θα ομονοούμε και θα φρονούμε τα ίδια, και σε αυτό ακριβώς συνίσταται η Εκκλησία, στην ενότητα των πάντων. Όπως δηλαδή τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, συμφωνούν σε όλα χωρίς κάποιο να υποτάσσεται σε κάποιο άλλο, έτσι και η κοινή πίστη των Ορθοδόξων δεν αποτελεί κατάλυση της προσωπικότητας ενός εκάστου των πιστών, αλλά ομόνοια και ομοψυχία και συμφωνία.
Αν θέλαμε να ανακεφαλαιώσουμε σε λιτές γραμμές τα όσα μέχρι στιγμής αναφέραμε, θα λέγαμε ότι η γνώση των Οικουμενικών Συνόδων για εμάς, τους Ορθόδοξους χριστιανούς του σήμερα, είναι ζωτικής σημασίας, αφού καταρχάς μας συνδέουν άρρηκτα με την διαχρονική και αναλλοίωτη Παράδοση και πίστη της αγίας μας Εκκλησίας. Απέναντι μάλιστα στις διάφορες ιδέες που κυκλοφορούν ακόμα και ανάμεσα σε ευσεβείς θα λέγαμε χριστιανούς οι Οικουμενικές Σύνοδοι μας προσφέρουν, πέρα από την δογματική και πρακτική διδασκαλία της Εκκλησίας, τις απαντήσεις σε αυτές τις σύγχρονες διασπαστικές του σώματος της Εκκλησίας τάσεις. Οι απαντήσεις αυτές είναι: πρώτον, ότι η Εκκλησία δεν είναι σύνολο πιστών, αλλά σώμα Χριστού. Η ζωή επομένως του κάθε πιστού είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με όλους τους άλλους, τους ζώντες, τους πριν και τους μετά. Η σύγχρονη αντίληψη ότι ο καθένας οφείλει να ασχολείται με το να σώσει την ψυχή του και μόνο, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους του, είναι άκρως εσφαλμένη. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί από μόνος του, για τον απλούστατο λόγο ότι καμία αρετή δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την παρουσία και τη συναναστροφή μας με τον πλησίον μας. Η Εκκλησία επομένως δεν είναι σύνολο ομοϊδεατών, αλλά σώμα Χριστού και κοινωνία πιστών. Γι αυτό και η Ορθόδοξη θεολογία αποκρούει σθεναρά τη θέση των προτεσταντών και των ρωμαιοκαθολικών ότι όποιος πιστεύει στο Χριστό και έχει βαπτιστεί, ανήκει στην Εκκλησία, επειδή θεωρεί ως απαραίτητη προϋπόθεση της ενότητας των χριστιανών την ομοψυχία ως προς την πίστη, την κοινή δηλαδή ομολογία των δογμάτων, όπως αυτά οριοθετήθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους.
Δεύτερο σημείο: η πίστη δεν αποτελεί ιδιωτική υπόθεση, αλλά κοινωνία προσώπων με την Αλήθεια. Για την Ορθόδοξη πίστη δεν είναι απαραίτητη μόνο η κοινή πίστη, η ομοφωνία δηλαδή ως προς την διδασκαλία, αλλά η πίστη γίνεται πράξη μέσα από την κοινωνία των προσώπων. Δεν λατρεύει δηλαδή ο κάθε πιστός χωριστά τον Θεό, αλλά σύσσωμη η Εκκλησία προσεύχεται, ειδικά κατά τη Θεία Λειτουργία, και κοινωνούν όλα τα μέλη της με τον Χριστό και μεταξύ τους. Αλλά και όλα τα Μυστήρια, το Βάπτισμα, ο Γάμος, η Ιερωσύνη κλπ, τελούνται μέσα στο Ναό, επειδή αποτελούν γεγονότα τα οποία αφορούν τη ζωή ολόκληρης της Εκκλησίας και επιδρούν σε όλο το σώμα της Εκκλησίας. Η τάση για ιδιωτικό τρόπο προσέγγισης του Θεού, ο καθένας από το σπίτι του και με τον τρόπο που ο ίδιος κρίνει σωστό, η απόρριψη των Μυστηρίων και κυρίως της Ιεράς Εξομολογήσεως, δείχνει τουλάχιστον άγνοια αν όχι πλάνη εκ μέρους μεγάλης μερίδας των χριστιανών της εποχής μας. Επίσης, σε αντίθεση με όσα διάφοροι προφασίζονται, η συμμετοχή στο σώμα της Εκκλησίας δεν αποτελεί στοιχείο της ιδιωτικής ζωής του καθενός. Η ιδιότητά μας ως χριστιανών δεν εξαντλείται και δεν περιορίζεται μέσα στο Ναό ή στο σπίτι μας, όταν προσευχόμαστε. Η ιδιότητά μας ως χριστιανών δεν είναι έξω από την καθημερινότητά μας, από την εργασία μας, από τις συναναστροφές μας, αλλά διαπερνά και οφείλει να διαπερνά και να ορίζει ολόκληρη τη ζωή μας και να εκδηλώνεται στην κοινωνία. Διαφορετικά θα φθάσουμε στο σημείο να φοβόμαστε να ομολογήσουμε ότι είμαστε χριστιανοί, τη στιγμή που οι άθεοι και οι αλλόθρησκοι αγωνίζονται σθεναρά για την επικράτηση των ιδεών τους, βάλλοντας καθημερινά κατά της πίστεώς μας με σκοπό τον ολοκληρωτικό θρησκευτικό μας αποχρωματισμό.
Τρίτον, οι Οικουμενικές Σύνοδοι μας υπενθυμίζουν ότι η αλήθεια είναι μία και διαχωρίζεται σαφώς από την πλάνη. Απέναντι στον οδοστρωτήρα του συγκρητισμού και της παγκοσμιοποίησης, που θέλουν να επιβάλλουν τις “αλήθειες” που εξυπηρετούν διάφορες σκοπιμότητες, οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι αν ο Χριστός είναι ένας, ο μόνος αληθινός Θεός, τότε και η Αλήθεια δεν μπορεί παρά να είναι μία. Και ευτυχώς για εμάς, την οριοθέτησαν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας με τα συγγράμματά τους και με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Η αλήθεια επομένως δεν είναι κάτι το διαπραγματεύσιμο, ούτε το συζητήσιμο, ούτε μπορεί να είναι άλλη σήμερα και άλλη αύριο. Μπορεί να μην αρέσει σε πολλούς, όμως ο ίδιος ο Χριστός τόνισε με έμφαση ότι ο ουρανός και η γη μπορεί να εξαφανιστούν αλλά από τα λόγια του δεν θα πέσει ούτε μία οξεία.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι και η διδασκαλία των Πατέρων αποτελούν έκφραση του βιώματος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν νοιάστηκε να κατασκευάσει ένα σύστημα ιδεών και κανόνων για να εντάξει τα μέλη της και να τα καταδυναστεύει, αλλά σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους έδωσε την μαρτυρία της ορθής πίστεως και του ορθόδοξου βιώματος, προκειμένου να προστατέψει τα μέλη της από τους κινδύνους, τους πνευματικούς κινδύνους, που απειλούσαν την ενότητα των πιστών χριστιανών. Υπό το πρίσμα αυτό, μας μεταφέρουν απαράλλακτη και αναλλοίωτη την αλήθεια του Ευαγγελίου και τα υγιή κριτήρια τόσο της ορθής πίστεως όσο και της ορθής καθημερινής βιοτής, τα οποία είναι εφαρμόσιμα σε κάθε εποχή.

Σας ευχαριστώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου