Στην ανατολή της νέας χιλιετίας

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

Στην ανατολή της νέας χιλιετίας



(Θέμα ομιλίας – ανοιχτής συζήτησης που οργάνωσε το Δημοτικό Συμβούλιο Νεολαίας του Δήμου Αλμυρού στο Πολιτιστικό Κέντρο του δήμου Αλμυρού στις 22-12-1999.)


Σεβαστοί Πατέρες,

Κύριε Δήμαρχε,

Αγαπητοί μου αδελφοί, νέοι και νέες της πόλης του Αλμυρού,

Χρόνια Πολλά!!

Οφείλω κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω όλους εσάς που ήλθατε εδώ απόψε για να τιμήσετε με την παρουσία σας όχι τόσο το πρόσωπό μου, όσο τα μέλη του Συμβουλίου Νεότητας του Δήμου Αλμυρού που είχε την πρωτοβουλία και την διοργάνωση της εκδηλώσεως αυτής. Ευχαριστώ και το Διοικητικό Συμβούλιο του Συμβουλίου νεότητας για την τιμητική πρόσκληση που μου έκανε, να έρθω δηλαδή εδώ σήμερα και να καταθέσω λίγες απλές σκέψεις μέσα από την οπτική γωνία της ιδιότητάς μου, του Ορθόδοξου κληρικού αλλά και του νέου ανθρώπου. Οι σκέψεις που θα ακολουθήσουν στην συνέχεια απασχολούν θα έλεγα σχεδόν όλους τους ανθρώπους που βιώνουν την σημερινή πραγματικότητα και προσβλέπουν σε μια καλυτέρευση κάποιων πραγμάτων, εν όψει μάλιστα και της νέας χιλιετίας.


Η έναρξη του ημερολογιακού έτους πάντοτε συνδέεται με την έναρξη των κυριοτέρων δραστηριοτήτων των ανθρώπων. Έτσι, π.χ., στο Βυζάντιο το έτος άρχιζε τον Σεπτέμβριο, μαζί με την έναρξη της καλλιεργητικής περιόδου. Κάθε λοιπόν νέα αρχή συνδέεται με τις προσδοκίες των ανθρώπων ότι το έτος που ανατέλλει θα είναι καλύτερο από το προηγούμενο, ότι η νέα χρονιά θα τους φέρει ευτυχία κι ευημερία. Η προοπτική λοιπόν της εισόδου της ανθρωπότητας σε μια νέα χιλιετία, πέρα από την διαμάχη αν αυτή αρχίζει το 2000 ή το 2001, η αίσθηση ότι φεύγει η χιλιετία που αμαυρώθηκε από τις Σταυροφορίες, τον Μεσαίωνα και τον σκοταδισμό, τους παγκόσμιους πολέμους και την ψυχροπολεμική έχθρα, γεννά προσδοκίες υπέρμετρα αισιόδοξες, ωστόσο όμως ουτοπικές και αβάσιμες.

Κι αυτό γιατί ουσιαστικά ο χρόνος είναι κάτι το άπιαστο, ενώ η μέτρηση του χρόνου αποτελεί μια ανθρώπινη επινόηση για την κατανόηση της χρονικής διάρκειας που έχει ως αρχή της μια αυθαίρετη χρονική στιγμή. Έτσι, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι Ρωμαίοι μετρούσαν τα έτη από την κτίση της Ρώμης, οι Έλληνες από την πρώτη Ολυμπιάδα, οι Βυζαντινοί από κτίσεως κόσμου και αργότερα από Χριστού και οι Μουσουλμάνοι από την εποχή του Μωάμεθ, μια μέτρηση που εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα· αν σκεφτούμε ότι το έτος άρχιζε για τους Βυζαντινούς το Σεπτέμβριο, για τους Ρωμαίους τον Μάρτιο και αργότερα τον Ιανουάριο· αν αναλογιστούμε πως επάνω στη γη δεν υπάρχει σε όλους τους τόπους η ίδια ώρα· κατανοούμε τελικά πως στην ουσία η 1-1-2000 δεν διαφέρει σε τίποτα από την 31-12-1999, συγκρινόμενη μάλιστα με τα 4 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια της ηλικίας της γης και την αιωνιότητα που μας αναμένει.

Την ελπίδα λοιπόν των προσδοκιών μας πρέπει να την επικεντρώσουμε κάπου αλλού και όχι στον χρόνο και δη στο δεδομένο σύστημα μέτρησής του. Αυτό που θα μας προσφέρει την αλλαγή στην ζωή μας, την ευτυχία μας (ή, αλίμονο, την δυστυχία μας) είναι ο ίδιος ο εαυτός μας, ο συνάνθρωπός μας και οι σχέσεις που έχουμε μεταξύ μας οι ανθρώπινες κοινωνίες.

Με δεδομένη λοιπόν την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα ο άνθρωπος και η κοινωνία, δεν μπορεί να πει κανείς πως η είσοδός μας στην νέα χιλιετία γίνεται κάτω από τις καλύτερες προϋποθέσεις. Πέρα από κάποια σημεία καλά και πιθανόν ευοίωνα, η κατάσταση μάλλον διαγράφεται μπερδεμένη και τραγική. Αυτό πάντως που με μια πρώτη ματιά και χωρίς πολλή σκέψη μπορούμε μετά πάσης βεβαιότητας να πούμε είναι πως σίγουρα ο άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από τον Θεό αλλά και τον συνάνθρωπο, όπως αποδεικνύεται μέσα από τα γεγονότα:


  1. Οι βομβαρδισμοί στη Σερβία ήταν μια περίτρανη απόδειξη μιας τάσης για κυριαρχία πάνω στον συνάνθρωπο, πάνω στα έθνη, όχι με την αξία μας αλλά με την απαξία μας. Έδειξαν σε όλους μας το διπλό πρόσωπο των ισχυρών της γης που ανάλογα με τα συμφέροντά τους δρουν, μετατρέποντας και αλλοιώνοντας τα όρια κάθε έννοιας περί δικαίου, ηθικής και νομιμότητας. Φάνηκε χωρίς αναστολές και καμουφλαρίσματα ότι στην «πολιτισμένη» μας κοινωνία βρίσκουν τελικά εφαρμογή οι νόμοι της ζούγκλας, όπου ο ισχυρός καταδυναστεύει και ποδοπατεί τον ανίσχυρο.

Μη νομίσουμε ότι το γεγονός αυτό δεν μας αγγίζει. Απεναντίας, μας αφορά άμεσα, γιατί αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, στην βάση του οποίου βρισκόμαστε εμείς, όταν στο δικό μας καθημερινό πεδίο ενεργούμε και φερόμαστε κατά τρόπο παρόμοιο.


  1. Τα θύματα των ναρκωτικών δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάληξη των ανθρώπων εκείνων που αναζητώντας μια διέξοδο στα αδιέξοδα της ζωής, πληγωμένοι από τους γύρω, στράφηκαν στην ψευδαίσθηση της μοναχικής ευφορίας, κι έγιναν οι χρηματοδότες των εμπόρων του αργού θανάτου.

Είναι εύκολο πράγμα να αφορίσουμε και να αποδιώξουμε από δίπλα μας την παρουσία αυτού του γεγονότος με λεκτικά σχήματα και καταδικαστικές ρήσεις. Κανείς μας όμως δεν έκανε τον κόπο να προβληματιστεί, ποιος να είναι άραγε ο λόγος που κυρίως οι νέοι μας οδηγούνται στα ναρκωτικά. Πιστεύω πως αυτοί που οδηγούνται στα ναρκωτικά είναι πάρα πολύ λίγοι. Οι περισσότεροι καταφεύγουν σε αυτά. Καταφεύγουν για πολλούς λόγους, κυρίως όμως γιατί τους προσφέρουν την ψευδαίσθηση της φυγής από την σκληρή και απάνθρωπη πραγματικότητα, την ψευδαίσθηση της ευφορίας κι αν θέλετε μιας μορφής ευτυχίας.


  1. Η μάστιγα του AIDS, (ποτέ δεν θα την αποκαλούσα τιμωρία) ήρθε να μας προβληματίσει γύρω από τον έρωτα και τις σεξουαλικές σχέσεις των ανθρώπων. Ύστερα από μια μακρά περίοδο, όπου γύρω από τα ηθικά θέματα επικρατούσε μια δυτικόφερτη πουριτανιστική αντίληψη και συμπεριφορά, οι τελευταίες δεκαετίες σημαδεύτηκαν από την σεξουαλική «απελευθέρωση» και απομυθοποίηση. Ωστόσο όμως, είναι πλέον κοινή παραδοχή το πόσο έχει υποβιβαστεί στην εποχή μας η έννοια του έρωτα, ο οποίος είναι γεγονός καθολικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Διότι ο έρωτας έχει να κάνει με τις ψυχές των ανθρώπων, με την αναζήτηση του άλλου και το ολοκληρωτικό υπαρξιακό δόσιμο. Συνέπεια της παραθεώρησης αυτού του πράγματος αποτελεί η αγοραιοποίηση του έρωτα, η αναζήτηση της ηδονής που διαρκεί ελάχιστα λεπτά και η ανύψωση του αισθησιασμού, όπως προβάλλεται από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, ακόμα και μέσα από τις διαφημίσεις.


  2. Ποιος μπορεί να πει πως στις διαπροσωπικές σχέσεις δεν επικρατεί η υποκρισία και το συμφέρον; οι άνθρωποι πασχίζουν και χτίζουν γύρω τους μια όμορφη βιτρίνα, μέσα από το κοινωνικό τους προφίλ, την επαγγελματική τους κατάσταση, την οικονομική τους επιφάνεια, τις σχέσεις που συνάπτουν, τις δραστηριότητες στις οποίες επιδίδονται. Και είναι αλήθεια πως το πετυχαίνουν. Στην ουσία όμως αυτό που πετυχαίνουν είναι η απομόνωσή τους από τους άλλους ανθρώπους, μέσα στο κάστρο που οι ίδιοι χτίζουν γύρω τους.

Οι περισσότερες σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους κινούνται μέσα στα πλαίσια μιας τυποποιημένης διαδικασίας, χωρίς στην ουσία τα πρόσωπα των ανθρώπων να επικοινωνούν, χωρίς να υπάρχει αληθινό ενδιαφέρον για τον άλλο. Φοβόμαστε, ή δεν θέλουμε να επικοινωνήσουμε με τον συνάνθρωπο; μάλλον συμβαίνουν και τα δύο. Δεν θέλουμε, γιατί είμαστε πνιγμένοι μέσα σε διάφορες μέριμνες επαγγελματικής, οικογενειακής ή προσωπικής φύσεως· γιατί δεν έχουμε καιρό για μη παραγωγικές και συνεπώς μη κερδοφόρες ενασχολήσεις· γιατί δεν ξέρουμε τον άλλο και απ’ ότι φαίνεται δεν τον έχουμε και τόσο ανάγκη. Και φοβόμαστε ταυτόχρονα: φοβόμαστε τον άλλο, φοβόμαστε να φανερώσουμε ποιοι αληθινά είμαστε, φοβόμαστε μήπως μας απορρίψει, μας προδώσει ή μας πληγώσει ο άλλος και γι’ αυτό περιορίζουμε την επικοινωνία μας στα τυπικά και μη ουσιώδη.


  1. Η οικογένεια περνά κι αυτή την κρίση της. Το μαρτυρούν τα διαζύγια και τα οικογενειακά δράματα. Κι εδώ αυτό που λείπει είναι η αγάπη, η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια στις σχέσεις του ζευγαριού αλλά και όλων των μελών, η έλλειψη διάθεσης για κατανόηση, για αμοιβαία ανοχή, για υποχωρητικότητα.

Μάθαμε να ζητάμε μόνο και να μην δίνουμε· να κυνηγάμε την ηδονή μέσα στη σχέση και όχι την ταύτιση των καρδιών· συνηθίσαμε να απορρίπτουμε τον άλλο όταν δεν μας βολεύει και να στρέφουμε αλλού το βλέμμα μας.

Βλέπουμε τον γάμο σαν κοινωνικό γεγονός, σαν μια υποχρέωση όπως το σχολείο ή ο στρατός, δεν είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε το φορτίο των ευθυνών, της ταπείνωσης και της αγάπης που απαιτείται, δεν επιθυμούμε μπελάδες όπως τα παιδιά που μας στερούν την ελευθερία και μας αναγκάζουν να γινόμαστε λιγότερο σπάταλοι· έτσι, σαν έρθουν τα δύσκολα, αντιδρούμε ανεύθυνα και ανώριμα, αποδεικνύοντας την πνευματική μας φτώχια και ξηρασία.


  1. Το κυνήγι του εύκολου χρήματος και ο υπερκαταναλωτισμός είναι τα νέα «σπορ» που επιδίδονται όλοι σχεδόν οι άνθρωποι των «αναπτυγμένων» κοινωνιών, ξεχνώντας πως το κέρδος του ενός αποτελεί ζημία για τον άλλο και πως τα αγαθά που εμείς περιφρονούμε κάποιοι άλλοι τα στερούνται μέχρι θανάτου.

Έχουμε αναγάγει το χρήμα από μέσο διαβίωσης σε αυτοσκοπό της ζωής μας. Υπολογίζουμε τα πάντα σε χρήμα, μεταφράζουμε τα πάντα σε κόστος και κέρδος, επιδιώκουμε και αποδεχόμαστε κάθε μορφή εύκολου πλουτισμού, κυρίως αθέμιτου και εις βάρος των άλλων.

Έχουμε κάνει την ζωή μας μια καταναλωτική κόλαση, όπου καθημερινά δημιουργούμε τεχνητές ανάγκες ακόμα και για τα πιο άχρηστα αντικείμενα.


  1. Η αυξημένη εγκληματικότητα, τα συμπτώματα διαφθοράς, η κρίση των θεσμών, ακόμα και της Εκκλησίας κάποιες φορές, η έλλειψη οραμάτων ζωής, η καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ο επαπειλούμενος πυρηνικός όλεθρος δεν είναι τίποτε άλλο από εκφράσεις μιας εσωτερικής κρίσης και κατάπτωσης, ενός αποπροσανατολισμού, μιας περιφρόνησης του ανθρώπινου προσώπου κι ενός μίσους απέναντι στον συνάνθρωπο.


Όλα αυτά που αναφέρθηκαν προηγουμένως, στοιχειοθετούν το κλίμα μιας εποχής που με υπέρμετρα σπάταλους και ανόητους πανηγυρισμούς ετοιμάζεται να υποδεχθεί το «Millenium» με εκατομμύρια φωτάκια που αναβοσβήνουν, ξέφρενους εορτασμούς χωρίς ουσία και «σημαίνοντα» πρόσωπα που εύχονται πράγματα που κατά βάθος δεν πιστεύουν.

Χωρίς να φανεί πως κάνουμε ανεπίτρεπτες γενικεύσεις, όλες αυτές οι καταστάσεις αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος: της περιφρόνησης του ανθρώπινου προσώπου. Του υποβιβασμού της αξίας του άλλου. Της παραθεώρησης του δεύτερου συστατικού του, πέρα από το ορατό και υλικό, δηλαδή του αόρατου και πνευματικού. Του ελλείμματος της αγάπης, της αληθινής όμως αγάπης, της άνευ όρων και ορίων, αυτής που δεν θέτει προϋποθέσεις, δεν ζητά ανταλλάγματα, αυτής που δεν κάνει διακρίσεις και δεν εκπίπτει ποτέ.

Είναι χρέος μας να δούμε πλέον τον άνθρωπο με σεβασμό, να του αναγνωρίσουμε και τις δύο του φύσεις, την υλική και την πνευματική,. Να δούμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου τον εαυτό μας, την εικόνα του Θεού, τον ίδιο τον Θεό. Και εδώ πλέον είναι που έχει μεγάλο ρόλο να παίξει η ιδιότητά μας του Ορθόδοξου Χριστιανού, ώστε και η σημερινή ομιλία και συζήτηση να μην σταθεί στα όρια ενός στείρου ηθικισμού, αλλά να κινηθεί ελεύθερα στο χώρο της αληθείας, όπου αυτό που έχει τελικά νόημα είναι η ύπαρξή μας, η ίδια μας η υπόσταση, η ψυχοσωματική μας δηλαδή ολότητα.

Είναι καιρός πια να φροντίσουμε και το πνευματικό μέρος της ύπαρξής μας, που συμβαίνει να είναι αθάνατο κι αιώνιο. Ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού μεταφέρει μέσα του το μήνυμα της αγάπης του Θεού, διατηρεί στην ύπαρξή του όπως λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας κάποιο «τεμάχιο αγάπης του Θεού», Αυτού που είναι η πηγή της Αγάπης, Αυτού που η φύση Του χαρακτηρίζεται με τον όρο ΑΓΑΠΗ!!

Η ψυχή λοιπόν του ανθρώπου, ως όντος που στη φύση του περιέχεται τεμάχιο αγάπης, ως αγαπητικού δηλαδή όντος, για να ζήσει έχει ανάγκη να τραφεί από την αγάπη. Όχι όμως αυτή που οι άνθρωποι σήμερα προσδιορίζουν, αλλά την αγάπη που προσλαμβάνεται από την κοινωνία με τον Θεό, την αγάπη που εκφράζεται αλλά και αντλείται μέσα από την κοινωνία με τον συνάνθρωπο. Την αγάπη που δεν αποτελεί τίποτε άλλο, παρά την αναζήτηση του άλλου, την λαχτάρα για την κοινωνία με τον άλλο, το ολοκληρωτικό δόσιμο. Γιατί η αγάπη είναι δόσιμο.

Αυτή είναι και πρέπει να είναι η απαρχή της πορείας μας μέσα στο νέο έτος που σηματοδοτεί και την απαρχή της νέας χιλιετίας. Η αναζήτηση του ανθρώπινου προσώπου μέσα από μια σχέση που μόνο αγαπητική εν Θεώ μπορεί να είναι. Από μια σχέση που για να σταθεί επιβάλλεται να είναι αυθεντική και ειλικρινής. Η επιστροφή μας στον Θεό μέσα από το δρόμο της κατά Θεόν πορείας που η Εκκλησία μας, εδώ και δυο χιλιετίες, δείχνει και ακολουθεί. Μιας πορείας που ξεκινά από την αυτογνωσία, περνά μέσα από την Μετάνοια και την Εξομολόγηση, αντλεί ζωτική δύναμη μέσα από το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, και πορεύεται διαρκώς, μαζί με τον πλησίον, για να συναντήσει τον ίδιο τον Θεό.

Κάθε άλλη προσπάθεια για βελτίωση των συνθηκών της κοινωνίας, όσο αξιέπαινη και αποτελεσματική μπορεί να φαίνεται, όσο κι αν συμμετέχουν πολλοί και ισχυροί παράγοντες, είναι σχεδόν καταδικασμένη να αποτύχει, γιατί απλά στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια, όπως η αυτοπροβολή, ο έπαινος των άλλων, το συμφέρον, η υστεροβουλία, και, εν πάση περιπτώσει, προσπαθεί να θεραπεύσει τα συμπτώματα και τις συνέπειες των γεγονότων και όχι την βαθύτερη αιτία τους, την ρίζα τους και την απαρχή τους.

Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται 2000 χρόνια από την Γέννηση του Χριστού στη γη μας. Και φαίνεται πως την παρουσία Του αυτή ακόμα δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει. Γιορτάζουμε με έναν τρόπο κοσμικό, άνευ νοήματος ουσιαστικού, χωρίς τελικά να έχουμε κατανοήσει τη σημασία που έχει για τον καθένα μας, για τη ζωή μας, για την ύπαρξή μας ολόκληρη, αυτό το τόσο σπουδαίο γεγονός, η Ενανθρώπηση δηλαδή του ίδιου του Θεού, με μοναδικό σκοπό την θέωση του ανθρώπου.

Και ενώ γνωρίζουμε, είτε εν συνειδήσει είτε ασυνείδητα, ότι από μόνοι μας δεν μπορούμε να σωθούμε, αναζητούμε τη λύση σε σκοτεινούς ατραπούς. Αν δεν είχαμε την ανάγκη και την πληροφορία αυτή μέσα μας, δηλαδή της υπερφυσικής και έξω από τον ανθρώπινο παράγοντα επέμβασης για την σωτηρία μας ή αν θέλετε για την προσωπική μας ευτυχία, δεν θα καταφεύγαμε, με μια αφέλεια που μόνο μεσαιωνική μπορεί να χαρακτηριστεί, στους διάφορους μάντεις, αστρολόγους, μέντιουμ κλπ, δεν θα εξαρτούσαμε την ύπαρξή μας από τα λόγια τους, δεν θα ακολουθούσαμε με θρησκευτική ευλάβεια τις ανόητες συχνά συμβουλές τους.

Όλα αυτά τα κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος γιατί ακριβώς νοιώθει την ανάγκη να στηριχτεί κάπου στην πολυκύμαντη πορεία της ζωής του. Ψάχνει για κάποιο στήριγμα, ώστε να μην χαθεί, και αγνοεί τον Σωτήρα και Λυτρωτή, που εδώ και 2000 χρόνια αναζητεί τόπο μέσα στις καρδιές μας, μια μικρή φάτνη, για να γεννηθεί και να σκορπίσει το Φως της Θεότητάς Του, να μας φωτίσει και να μας ενώσει μαζί Του, με Αυτόν για τον οποίο πλασθήκαμε να είμαστε ενωμένοι.

Ας είναι λοιπόν, φίλοι μου, αυτή η ημερομηνία, η απαρχή της νέας χιλιετίας, η απαρχή της αναζήτησής μας, της αναζήτησης του Χριστού, της αναζήτησης της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας, της αναζήτησης του αληθινού ανθρώπινου προσώπου, του δικού μας και του αδελφού μας, της αναζήτησης της κοινωνίας με τον πλησίον που θα μας οδηγήσει στην κοινωνία με τον Θεό, της αναζήτησης της οδού, της αληθείας και της όντως Ζωής.

Σας ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου