Κυριακή ιζ' επιστολών (5-10-2014)

Ναός και τέκνα του Θεού
 
Β' Κορ. 6.16 – 7.1

Ἀδελφοί, ὑμεῖς ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. 17 διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, 18 καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 7.1 Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.



Οι συμβουλές που μάς δίνει σήμερα ο απόστολος Παύλος είναι απλές, και εύκολες στο να τις συγκρατήσουμε στην μνήμη μας. Και πρώτα απ' όλα μάς λέει ότι είμαστε ναός του αληθινού Θεού, όχι για να μας κολακέψει, αλλά για να μάς φέρει σε συναίσθηση της ζωής μας και της αποστολής μας στον κόσμο. Γι αυτό και επικαλείται τα λόγια του Θεού από την Παλαιά Διαθήκη, ο οποίος λέει ότι θα κατοικήσει μέσα μας, μετατρέποντας έτσι τον καθένα μας σε ναό του Θεού. Ο ίδιος ο Χριστός άλλωστε, όταν συνομιλούσε με την Σαμαρείτιδα κι εκείνη τον ρώτησε πού πρέπει να λατρεύεται ο Θεός, στον ναό του Σολομώντα ή στο βουνό που συνήθιζαν οι συντοπίτες της, απάντησε ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, αλλά όσοι τον προσκυνούν πρέπει να τον λατρεύουν εν Πνεύματι και αληθεία.
Και θέτει στη συνέχεια τις εξής προϋποθέσεις, ώστε να καταστεί ο καθένας μας ναός του Θεού: πρώτη, να απομακρυνθούμε από τους ειδωλολάτρες και δεύτερη να μην εγγίζουμε κάθε τι ακάθαρτο. Και ειδωλολάτρες δεν είναι μόνο εκείνοι οι παλαιοί, αλλά κάθε άνθρωπος ο οποίος έχει θεοποιήσει είτε την φύση είτε τον πλούτο, είτε την ευδαιμονία, είτε τα ίδια του τα πάθη. Ειδωλολατρία επομένως αποτελεί η κάθε αμαρτία, αφού προτάσσει το θέλημά μας πάνω από το θέλημα και τις εντολές του Θεού. Γι αυτό κι όταν μάς προτρέπει όχι μόνο να απέχουμε αλλά ούτε καν να αγγίζουμε ακάθαρτο πράγμα, δεν εννοεί εκείνα που για τον παλαιό Ισραήλ θεωρούνταν ως ακάθαρτα, όπως για παράδειγμα κάποιες τροφές, αφού στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει κάτι από την δημιουργία το οποίο να θεωρείται ακάθαρτο. Αλλά εννοεί την αμαρτία, η οποία μολύνει τον άνθρωπο πρώτα στον νου κι έπειτα με τις αμαρτωλές πράξεις. Γι αυτό και δεν λέει απλά να μη μετέχουμε σε κάθε τι ακάθαρτο, αλλά ούτε καν να το εγγίζουμε, δηλαδή να φεύγουμε μακριά και να μη το περιεργαζόμαστε ούτε με τον νου και την σκέψη μας, σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού, ο οποίος είπε ότι δεν αμαρτάνει μόνο εκείνος ο οποίος για παράδειγμα μοιχεύει, αλλά κι εκείνος που έχει επιθυμήσει την γυναίκα του πλησίον του, που έχει δηλαδή αποδεχθεί την ιδέα της αμαρτίας και έχει ταυτιστεί με αυτήν.

Ας μη νομίζουμε πάλι ότι μολύνουν τον άνθρωπο μόνο οι σαρκικές αμαρτίες. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μάς διδάσκουν ότι η κάθε αμαρτία συλλαμβάνεται μεν στον νου του ανθρώπου, αλλά πραγματοποιείται και με την ψυχή και με το σώμα, προσβάλλοντας όλον τον άνθρωπο. Ακόμα και η υπερηφάνεια, ή η κατάκριση, ή η βλασφημία, ή η σκληροκαρδία, αφού προσβάλλουν την ψυχή, εκδηλώνονται με λόγια, ή με πράξεις ή με διάφορες συμπεριφορές. Επομένως, ας μη επικεντρώνουμε την προσοχή μας μόνο στην καθαρότητα από τις σαρκικές πτώσεις, οι οποίες είναι συχνά περισσότερο πρόδηλες και μάς εκθέτουν ευκολότερα στους άλλους, αλλά σε κάθε τι το οποίο μάς απομακρύνει από την αγάπη του Θεού και διώχνει την χάρη του μακριά μας. Αυτό εννοούσε και ο Κύριος, όταν μάς παρότρυνε να μη φροντίζουμε μόνο το έξωθεν του ποτηρίου, αλλά να επιμελούμαστε τον εαυτό μας, ώστε να είναι καθαρός πρώτα και κυρίως από μέσα.

Αποτέλεσμα μιας τέτοιας καθαρότητας σαρκός και πνεύματος, δηλαδή του σώματος και της ψυχής, ακόμα και αυτής της διανοίας μας, είναι η επίσκεψη του Θεού στη ζωή μας, η ενοίκησή του μέσα μας, η κατά χάριν υιοθεσία. Δεν είναι πλέον ο Θεός εκείνος ο αυστηρός τιμωρός της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά πατέρας αγαθός, μακρόθυμος και πολυέλεος. Δεν επιβάλλεται με τον φόβο της τιμωρίας, αλλά σώζει και θεραπεύει και αποκαθιστά όλους μας με την άπειρη αγάπη και φιλανθρωπία του. Κι εμείς πάλι, υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν είμαστε απλά ο λαός του, ο οποίος τρέμει και υπακούει στις εντολές του, αλλά γινόμαστε γιοι του και θυγατέρες του, τέκνα του εξ υιοθεσίας, κληρονόμοι της Βασιλείας του και συγκληρονόμοι του αναστάντος Χριστού.

Γι αυτό και μάς προτρέπει ο απόστολος, έχοντας αυτές τις επαγγελίες του Θεού κατά νου, ας καθαρίσουμε τον εαυτό μας από κάθε τι που μολύνει το σώμα μας και την ψυχή μας. Αυτό άλλωστε είναι το να επιτελεί κανείς την αγιοσύνη, δηλαδή να φροντίζει για την ψυχοσωματική του ακεραιότητα από κάθε μολυσμό της αμαρτίας και να προάγεται έτσι με την χάρη του Θεού και να γεύεται την χαρά της παρουσίας του στην ζωή του. Θέτει βέβαια και μια ακόμη προϋπόθεση: όλα αυτά να τα κάνουμε με φόβο Θεού, δηλαδή έχοντας πλήρη συναίσθηση της δικής μας ανεπάρκειας και αδυναμίας, έχοντας αληθινή μετάνοια και όχι κατ' επίφασιν. Και τονίζει αυτό το «εν φόβω θεού», γιατί πολλές φορές παρακινούμαστε στο να απέχουμε από την αμαρτία είτε επειδή φοβόμαστε την μέλλουσα κρίση, είτε επειδή αυτό είναι το κοινώς αποδεκτό, είτε – ακόμη χειρότερα – κινούμενοι από υπερηφάνεια και κενοδοξία. Και το μεν πρώτο μάς κατατάσσει στην τάξη των δούλων, εφόσον πράττουμε το αγαθό εξαιτίας του φόβου της τιμωρίας, το δεύτερο στους μισθωτούς, αφού προσδοκούμε την ανταπόδοση, ενώ το τρίτο αποτελεί την υποκρισία και την ψεύτικη ευσέβεια, τις οποίες ο Χριστός καταδίκασε απερίφραστα. Και τα τρία όμως στερούνται της κατά Θεόν και προς τον Θεόν αγάπης, η οποία είναι απόρροια αφ' ενός μεν του σεβασμού προς τον Θεό – αυτό άλλωστε σημαίνει φόβος Θεού - και αφ' ετέρου της μετανοίας και της ταπεινώσεως ενώπιον του Θεού.

Επομένως, εφόσον είμαστε ναός του Θεού, ας φεύγουμε μακριά από την αμαρτία με ταπείνωση και εν μετανοία, και ας επιδιώκουμε να είμαστε αληθινά τέκνα του Θεού, και ας καλλιεργούμε με τις αρετές την αγιότητα, η οποία δεν είναι κάτι το άπιαστο αλλά η φυσική κατάσταση για την οποία δημιουργήθηκε ο άνθρωπος, δηλαδή η κοινωνία μετά του αγίου Θεού. Αμήν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου